- ἀπεννέπω
- ἀπενέπωpres subj act 1st sgἀπενέπωpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απεννέπω — ἀπεννέπω κ. ἀπενέπω (Α) 1. απαγορεύω, δεν επιτρέπω 2. αποδοκιμάζω, αποστέργω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + εννέπω ή ενέπω «λέγω, αποτείνω τον λόγο»] … Dictionary of Greek